-
1 λαιμός
λαιμός, ὁ (ΛΑΩ, vgl. λάμος), Kehle, Schlund, Gurgel, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνϑερεῶνα, Il. 13, 387, λαιμὸν ἀποτέμνειν, 18, 34, οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, 19, 209; λαιμοὺς τεμών, Ar. Av. 1560; u. im plur., λαιμῶν ἐξάψει βρόχον, Eur. Ion 106; auch von Thieren, λαιμοὺς τρεῖς τριῶν μήλων τεμών, Suppl. 1201, wie Ap. Rh. 3, 1208; selbst von Gefäßen, λ. κύτους Philp. 58 (IX, 232). – Einzeln in sp. Prosa, wie Luc. hist. conscrib. 25 Nigr. 16.
-
2 λαιμός
λαιμός (A), ὁ,A throat, gullet, in Hom. always of men,βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα Il.13.388
;τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις Il.19.209
;λ. ἀπαμήσειε 18.34
: metaph., neck of a bottle, AP 9.232 (Phil.): also in pl., E.Ph. 1092; so of animals, Id.Supp. 1201, Ar.Av. 1560.—Rare in early Prose, as Hp.Cord.2, but commoner later, as Luc.Nigr.16, Gal.15.656, Porph.Marc.33, Jul.Or.6.193b.------------------------------------A = λαμυρός 11, Heraclit.Incred.2 (cj.), Hsch.: neut. pl. as Adv., λαιμὰ βακχεύειν impudently, Men.106.
См. также в других словарях:
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek